Όλο και περισσότεροι συντάσσονται πλέον με την άποψη, που θέλει τη λαϊκή μας παιδεία να βαδίζει από το κακό στο χειρότερο. Μπορεί να συντελούνται, εντός της περιοχής ευθύνης της, χίλια δυο εντυπωσιακά πράγματα, αλλά είναι προφανές, πως τα παιδιά μας, αποφοιτώντας από τα (διαφόρων τύπων και βαθμίδων) σχολεία, κατέχουν λιγότερες γνώσεις από ό,τι στο παρελθόν, παρά το γεγονός, ότι βομβαρδίζονται συνεχώς από πληροφορίες, διαθέτουν πολύ περισσότερα μέσα και η πρόσβαση στις (πάμπολλες πλέον) πηγές των γνώσεων είναι πολύ πιο εύκολη. Πολλοί ισχυρίζονται, ότι το γεγονός οφείλεται, κυρίως, στις υποδομές των σχολικών κτηρίων, στις κρατικές χρηματοδοτήσεις για την παιδεία, στον εξοπλισμό των σχολικών μονάδων και στην περιορισμένη χρήση, από τους παράγοντες της εκπαίδευσης, της σύγχρονης τεχνολογίας. Όλες αυτές οι παράμετροι (η καθεμιά στο ποσοστό που της αναλογεί) παίζουν αναμφισβήτητα το ρόλο τους, αλλά νομίζω, πως κανείς δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει πειστικά ισχυριζόμενος, πως σε αυτούς και μόνο οφείλεται κακοδαιμονία του σύγχρονου σχολείου, που, παρά τα λαμπερά του περιτυλίγματα, εμφανίζει δυσκολίες στο να επιτύχει τους στόχους του.
Μέσα σ’ ένα πλέγμα πολιτικών (και άλλων) επιλογών, «εκπαιδευτικών» πρωτοβουλιών, «εκσυγχρονιστικών» στοχεύσεων και λοιπών …δράσεων, ο δάσκαλος φαίνεται να παίζει το ρόλο του γραναζιού ή του «ιμάντα μεταφοράς», για πράγματα που αποφασίζουν άλλοι (με διάφορα αληθοφανή ή οικονομικής φύσεως προσχήματα –π.χ. «αν δεν κάνουμε αυτό δεν θα καταφέρουμε να πάρουμε τα προσφερόμενα από την Ε. Ε. ποσά και θα μας τα αρπάξουν άλλοι πιο επιτήδειοι»), με αποτέλεσμα, να υποβαθμίζεται ο ρόλος και να κρύβεται η ουσία της αποστολής του, πίσω από πομπώδεις μεγαλοστομίες, που όμως δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στο χρηματιστήριο των εκπαιδευτικών, αλλά και των ηθικών αξιών.
Η ουσία είναι, πως, ούτε λίγο ούτε πολύ, η πολιτεία (και σιγά - σιγά η κοινωνία) αίρει την εμπιστοσύνη της προς το δάσκαλο, παραβλέποντας το γεγονός, ότι, από τη μακρινή εποχή των πρώτων πρωτόγονων κοινωνιών, υπήρξε ο βασικός παράγοντας διδαχής, μετάδοσης γνώσεων, καλλιέργειας χαρακτήρα και διαμόρφωσης προσωπικότητας.
Έτσι, παρά τις περί του αντιθέτου (επίσημες και μη) φραστικές διατυπώσεις, ο δάσκαλος περιθωριοποιείται ολοένα και περισσότερο, καθώς αναγκάζεται να κινηθεί αυστηρά μέσα σε πλαίσια προδιαγεγραμμένης και προκαθορισμένης (από άλλους) πορείας, χωρίς την παροχή περιθωρίων για την ανάληψη αξιόλογων πρωτοβουλιών, ανάπτυξη των όποιων προσωπικών ικανοτήτων και την αξιοποίηση των όποιων φυσικών χαρισμάτων και ταλέντων.
Η αποχύμωση αυτή της προσωπικότητας του δασκάλου οδηγεί στη δημιουργία και τη διόγκωση ενός τεράστιου εκπαιδευτικού (και όχι μόνο) ψεύδους, μέσα στο οποίο καλούνται να λειτουργήσουν όλοι οι παράγοντες της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Το ψεύδος αυτό συνίσταται, κυρίως, στην ανάπτυξη μιας άχρηστης γραφειοκρατίας, η οποία εμφανίζεται με ελκυστικά ονόματα (όπως προγραμματισμός, αξιολόγηση κτλ), η οποία, τελικά, ουδεμία σχέση έχει με το περιεχόμενο αυτών των λεκτικών εκφράσεων…ωραιοποίησης, αφού και ο πιο μικρός μαθητής (πολύ δε περισσότερο ο εκπαιδευτικός και ο σκεπτόμενος γονέας) γνωρίζει, πως η εκπαίδευση είναι μια διαδικασία ανοιχτή, συνεχώς μεταβαλλόμενη και διαρκώς προσαρμοζόμενη στις συνθήκες της υφιστάμενης πραγματικότητας και δεν μπορεί να προγραμματιστεί επακριβώς και λεπτομερειακά, παρά μόνο σε αδρές γραμμές και μέσα από μια γενικευμένη μορφοποίηση του όλου σχεδιασμού.
Ποιος, αλήθεια, μπορεί να αρνηθεί, ότι ο αρχικός σχεδιασμός δεν ανατρέπεται από τις καιρικές συνθήκες (συνεχώς αναβάλλονται, μετατίθενται και ακυρώνονται εκπαιδευτικές εκδηλώσεις ένεκα τούτου), ότι ένα έκτακτο γεγονός δεν επιβάλλει τον παραμερισμό του σχεδιασμού και την ενασχόληση με τα αντικείμενα που προσφέρει η επικαιρότητα, ότι η αιφνίδια «φαεινή ιδέα» ενός μαθητή ή ενός εκπαιδευτικού δεν μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω;
Στην περίπτωση αυτή η εκπαιδευτική γραφειοκρατία θα σηκώσει ψηλά τα χέρια, καθώς ο «απολογισμός» του εκπαιδευτικού έργου δε θα έχει πού να στηριχθεί, μια και οι εκπαιδευτικές δράσεις ελάχιστα θα σχετίζονται με τα αρχικά προγραμματικά σχέδια. Τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα να γράφονται και να ξαναγράφονται πρακτικά και τροποποιητικές αποφάσεις, συχνά ψευδή από κορφής μέχρις ονύχων (για να ’ναι όλοι ευχαριστημένοι) εις βάρος πάντα της εκπαιδευτικής ουσίας, που, σίγουρα, δεν είναι ούτε η γραφειοκρατία, ούτε το κλείσιμο όπως - όπως των … «μαύρων (εκπαιδευτικών) οπών» ούτε η ανάδειξη των εκπαιδευτικών μέσα από ψεύτικες και φαμφαρόνικες εκδηλώσεις εντυπωσιασμού.
Υπάρχουν και κάποιοι που ανησυχούν μήπως η κοινωνία μείνει απληροφόρητη σχετικά με «το σημαντικό έργο που συντελείται στα σχολεία μας» (σκασίλα της κοινωνίας –λέμε τώρα…), αλλά ας μην ανησυχούν, γιατί το έργο του δασκάλου, της σχολικής τάξης και της σχολικής μονάδας είναι το μόνο που δεν μπορεί να αποκρυφτεί, είναι το μόνο που μαθαίνουν (και αξιολογούν) αυτόματα σχεδόν, όλοι όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται γι’ αυτό κι όσοι στ’ αλήθεια «καίγονται» για την ανάπτυξη, την πρόοδο και το μέλλον των παιδιών μας.
Παρά τις διαπιστωμένες και πολυσυζητημένες αυτές αλήθειες, οι επίσημοι μηχανισμοί της εκπαίδευσης εξακολουθούν να μην εμπιστεύονται το δάσκαλο, επιμένουν να τον περιορίζουν και να τον ποδηγετούν κατά τις επιλογές και τις στοχεύσεις τους, συνεχίζουν να τον χρησιμοποιούν ως εξάρτημα του μηχανισμού ανάπτυξης της πολιτικής τους (η περίπτωση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην εκάστοτε κυβερνητική πλευρά), φροντίζοντας ταυτόχρονα να τον καθιστούν ολοένα και περισσότερο εξαρτημένο από δαύτους, ψαλλιδίζοντας, αργά αλλά σταθερά τα ερείσματα της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησής του (μετέωρες σχέσεις εργασίας, αμφίβολη ασφάλιση, κακή αμοιβή κ.τ.λ.)., την ώρα ακριβώς που θα έπρεπε να τον ενισχύουν παντοιοτρόπως, να τον επιμορφώνουν ουσιαστικά, να τον στηρίζουν ηθικά και να συμβάλλουν στην εξάλειψη των οικονομικών του …πονοκέφαλων.
Μετά από αυτές τις διαπιστώσεις, θέλει δε θέλει κανείς, νοσταλγεί το «παλαιό σχολείο», το οποίο μπορεί να υπολείπονταν σε υποδομές και μέσα, αλλά είχε το δάσκαλό του, στη θέση που του επιφυλάσσει η ουσία του έργου και της αποστολής του. Ακόμα και ο «αυταρχικός» και με όλες τις εξουσίες συγκεντρωμένες στα χέρια του επιθεωρητής, μπορεί να παρατηρούσε και ενίοτε να «μάλωνε» το δάσκαλο, αλλά ουδέποτε αμφισβητούσε το ρόλο του και ουδέποτε τον υποβίβαζε σε γρανάζι. Αντίθετα εμπιστευόταν τον ίδιο και τις πρωτοβουλίες του, με αποτέλεσμα να ξετυλιχτούν οι ικανότητες του καθενός και να αναδειχτούν μεγάλα (και ονομαστά) εκπαιδευτικά ταλέντα.
Τελειώνοντας σημειώνω, ότι ουδέποτε ο εκπαιδευτικός είχε τόση ανασφάλεια, εισέπραττε τέτοια απόρριψη και διακατεχόταν από τόσο άγχος, όσο στην τελευταία δεκαετία και κυρίως στο δεύτερο μισό της. Και όχι τόσο εξαιτίας της πίεσης που του ασκούν κάποιοι όσο εξαιτίας της υποβάθμισης, της απαξίωσης και της άρσης της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του.
Αν αυτό σημαίνει κάτι, ας αποτελέσει βάση για προβληματισμό κι ας το λάβουν (έστω και λίγο) υπόψη οι κάθε λογής αρμόδιοι.
Τρίτη 9 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου