Πατρίκιέ μου ιδού το κοινοβούλιό σας
Ο Στρώσιους Κανούτιους, ο μέγας σταυλίτης, ξύπνησε μ’ ένα άσχημο προαίσθημα. Τι θα γινόταν σήμερα; Μήπως οι ιθαγενείς, αυτοί οι ευγενείς και καθόλου απαιτητικοί άγριοι, προβάλουν αντιρρήσεις στα νέα μαντάτα;
Ήταν ένα συνηθισμένο πρωινό του Δεκεμβρίου και η υγρασία, διαπεραστική κι αποχαυνωτική συνάμα δυσκόλευε τις μετακινήσεις του μεσόκοπου Ρωμαίου. Αυτός έχοντας την τυπική όψη της γερασμένης εξουσίας –μαλλιά καλοχτενισμένα αλλά γκρίζα και μύτη προτεταμένη, λίγο γυριστή κι οπωσδήποτε έντονη. Το σώμα του στρογγυλεμένο από τις απολαυστικές ώρες των συμποσίων αλλά καλοδιατηρημένο από τα ιαματικά λουτρά, που επισκεπτόταν ετησίως. Τα λουτρά βρίσκονταν σε μια μικρή ελληνική κωμοπόλη, κέντρο ερωτικών συναντήσεων και χαρτοπαιξίας.
Ο Στρώσιους Κανούτιους φόρεσε τον χιτώνα του, χρώματος πορτοκαλί κοντά στο μουσταρδί, κι έριξε από πάνω μιαν υπέροχη χλαμύδα φερμένη από τη Συρία. Ο αμαξηλάτης του, ο οποίος ήτο νεότερός του, ευσταλής και αθλητικός –προσφάτως μάλιστα είχε διακριθεί σ’ εκείνο το άθλημα που οι Έλληνες, για λόγους ευεξήγητους, ονομάζουν Μαραθώνιο– κατέβασε προσεκτικά, μ’ εκείνη τη δουλικότητα που τελικά σκλαβώνει τον κάθε κύριο, τα δυο σκαλοπάτια του άρματος, ώστε να μπορέσει ο ευτραφής πατρίκιος να ανέβει. Το άρμα ξεκίνησε αλλά οι σκέψεις του Στρώσιους Κανούτιους στριφογύριζαν στο πολύπειρο κεφάλι του. Τι θα συναντούσε εκεί; Εκεί στη μεγάλη σύναξη των ευγενών αγρίων; Πόσο άγριοι θα ήταν; Πώς θα δέχονταν τα νέα της αυτοκρατορίας;
Είχε παλαιότερα ακούσει ότι κάποτε οι δυνατότεροι εκ των αγρίων –αυτοί που συσπείρωναν τη φυλή των μη προνομιούχων– είχαν μια περίεργη ονομασία. Σοσιαλιστές (από το λατινικό soccius; ή το αγγλικό Soccer; η φιλολογική επιστήμη δεν έχει ακόμη αποφανθεί με ακρίβεια). Τι ήταν άραγε αυτοί οι δυνατοί άγριοι; Μήπως κάτι σαν τους Οστρογότθους και τους Βησιγότθους που κατακυριεύουν τις δυτικές ρωμαϊκές επαρχίες; Ο Στρώσιους Κανούτιους άρχισε να φοβάται ότι η αποστολή του θα αποτύχει. Κι αν εξεγερθούν; Κι αν πουν όχι στα νέα μαντάτα; Στα παλαιά είχαν ομοθύμως συγκατανεύσει. Τώρα όμως;
Το τέθριππο ρωμαϊκό άρμα έφτασε μπροστά στο Μέγαρο των συνελεύσεων, όπου οι ευγενείς άγριοι συνεδρίαζαν τακτικά. Ο κάθιδρος από την αγωνία Στρώσιους κατέβηκε και με τα αργά βήματα, που χαρακτηρίζουν την εξουσία αλλά και το πάχος, βάδισε προς την είσοδο της μεγάλης αίθουσας. Ήταν διστακτικός και έτοιμος, ως έμπειρος ρωμαίος διπλωμάτης αλλά και κυρίαρχος, να διαπραγματευθεί, προς όφελος πάντοτε της αυτοκρατορίας. Τότε ακούστηκε η φωνή του μεγάλου τελετάρχη να λέει: «Πατρίκιέ μου ιδού το κοινοβούλιο σας». Ο Στρώσιους Κανούτιους χαμογέλασε με τρόπο σαρδόνιο. Τελικά οι ευγενείς άγριοι δεν ήταν καθόλου άγριοι. Ήταν απλώς συνηθισμένοι υπήκοοι!
Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου