ΟΙ «ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ» ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Τη γλώσσα δεν τη χρησιμοποιούμε μόνο για να πούμε κάτι, αλλά και για να κάνουμε κάτι, δηλαδή να εκτελέσουμε πράξεις· τις ονομαζόμενες στην πραγματολογία γλωσσικές πράξεις (speech acts), οι οποίες λειτουργούν ως μέσα για να επιφέρουμε αλλαγές στο περιβάλλον μας και πολύ συχνά για να επηρεάσουμε τη συμπεριφορά των άλλων. Ανάμεσα στα διάφορα είδη γλωσσικών πράξεων που καθημερινά επιτελούμε είναι οι λεγόμενες δεσμευτικές (commissives)-αυτές με τις οποίες ο ομιλητής δεσμεύεται, αναλαμβάνει την υποχρέωση να κάνει κάτι-και οι διακηρυκτικές (declaratives)-αυτές που αλλάζουν τον κόσμο μέσα από τα εκφωνήματα ή για να το πούμε διαφορετικά ο ομιλητής αλλάζει τον κόσμο μέσα από τις λέξεις.
Οι γλωσσικές πράξεις που οι πολιτικοί συστηματικά χρησιμοποιούν είναι οι δεσμευτικές και οι διακηρυκτικές προκειμένου να δείξουν ότι επιτελούν έργο φροντίζοντας κατ’ αυτόν τον επικοινωνιακό τρόπο και για το πολιτικό τους προφίλ. Τον κανόνα της επικοινωνιακής διαχείρισης των πολιτικών θεμάτων ακολουθεί και η πολιτική προϊσταμένη του Υπουργείου Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, η οποία, όπως και οι προκάτοχοί της, επιχειρεί με δεσμεύσεις και διακηρύξεις να αλλάξει το ελληνικό σχολείο. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Με την ανάληψη των καθηκόντων της ως υπουργού διακήρυξε:
· «το νέο σχολείο»
· «πρώτα ο μαθητής»
· «η τσάντα στο σχολείο»
· «το ψηφιακό σχολείο»
Επειδή, βέβαια, στην πολιτική πρέπει και να πράττεις, η Υπουργός αναπόδραστα προχώρησε στην υλοποίηση των «μεταρρυθμιστικού» χαρακτήρα διακηρύξεών της, οι οποίες, αξίζει να επισημανθεί, είναι συγχρηματοδοτούμενες (Ελλάδα και Ε.Ε.).
· Περιόρισε την ύλη μόνο στα μαθηματικά, τις φυσικές επιστήμες και τη γεωγραφία και μόνο για τις Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεις.
· Θέτει σε πιλοτική εφαρμογή 800 ολοήμερα σχολεία με ενιαίο αναμορφωμένο πρόγραμμα. Στο σημείο αυτό αξίζει να περιγράψουμε αδρομερώς τι είναι το ενιαίο αναμορφωμένο πρόγραμμα. Πιο συγκεκριμένα, η έναρξη του υποχρεωτικού προγράμματος είναι στις 8:10 και η λήξη στις 14:00 (δηλαδή 35 ώρες εβδομαδιαίως) για όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Με απλά λόγια, τα παιδιά όλων των τάξεων υποχρεωτικά θα παραμένουν στο σχολείο μέχρι τις 14:00 κάθε μέρα.
1. Αυξήθηκε στις τάξεις Α΄ και Β΄ κατά μία ώρα το γλωσσικό μάθημα (η ώρα αυτή θα διατίθεται για ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων) και κατά μία ώρα το μάθημα των μαθηματικών.
2. Προστέθηκε το μάθημα των Αγγλικών στις Α΄ και Β΄ τάξεις για δύο ώρες, και αυξήθηκε κατά μία ώρα για τις υπόλοιπες τάξεις.
3. Αυξήθηκαν κατά δύο ώρες το μάθημα της Φυσικής Αγωγής για τις τέσσερις πρώτες τάξεις.
4. Προστέθηκε το μάθημα των Τ.Π.Ε. (τεχνολογίες πληροφορίας και επικοινωνιών) για δύο ώρες εβδομαδιαίως σε όλες τις τάξεις (ΦΕΚ 804/9-6-2010, σσ. 11941-11942).
· Προμηθεύει τα 800 σχολεία με δέκα φορητούς ηλεκτρονικούς υπολογιστές (laptops) το καθένα.
· Εισάγει πιλοτικά την αυτο-αξιολόγηση της σχολικής μονάδας από τη νέα σχολική χρονιά (για την αυτό-αξιολόγηση θα αφιερώσουμε ξεχωριστό άρθρο).
Η Υπουργός, όμως, εκτός από τα παραπάνω παράλληλα εφαρμόζει μια «κρυφή» αλλά πολύ συγκεκριμένη εκπαιδευτική πολιτική την οποία δεν της δίνει τη μορφή διακήρυξης, δεν την περιγράφει με ανάλογες πομπώδεις φράσεις ούτε και την προβάλλει με «θορυβώδεις» συνεντεύξεις τύπου. Μ’ αυτόν τον τρόπο υποβαθμίζει τη σημαντικότητά της, τη μετατρέπει σε δευτερεύον γεγονός προσανατολίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προσοχή των πολιτών στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που διακηρυκτικά προβάλλει. Στο διάστημα, λοιπόν, αυτό:
· Μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης εξαιτίας των νέων αυστηρών ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών μέτρων. Στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ανέρχονται σε 3.930, ενώ πέρυσι ο αριθμός αιτήσεων συνταξιοδότησης εκπαιδευτικών στην ίδια βαθμίδα ήταν 1.745.
· Δραματική ήταν η μείωση των διορισμών μόνιμων εκπαιδευτικών. Ο αριθμός των μόνιμων διορισμών ανήλθε σε 1.400 (μειωμένοι κατά 50% σε σχέση με πέρυσι) συνολικά στην Π.Ε. Είναι φανερό ότι ο αριθμός αυτός δεν επαρκεί ούτε για την κάλυψη των συνταξιοδοτήσεων ούτε για τη στήριξη θεσμών, όπως το ολοήμερο σχολείο.
· Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου ισχυρίζεται ότι τα κενά σε εκπαιδευτικούς θα καλυφθούν από τους 5.000 εκπαιδευτικούς (ο αριθμός μάλλον αναφέρεται σε εκπαιδευτικούς και της Α/θμιας και Β/θμιας εκπαίδευσης) που δεν αποσπάστηκαν σε γραφεία και θα επιστρέψουν στις θέσεις τους. Το 2009 - 2010 οι αποσπασμένοι δάσκαλοι και νηπιαγωγοί σε γραφεία και φορείς ανέρχονταν σε 1.511, ενώ για την νέα σχολική χρονιά αποσπάστηκαν 711. Μάλιστα, με εγκύκλιο που εκδόθηκε πολύ πρόσφατα, στις 19-8-2010, το υπουργείο καλεί τους ενδιαφερόμενους εκπαιδευτικούς να υποβάλουν αίτηση για απόσπαση σε Γραφεία Περιφερειακών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων και τα Γραφείων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης για το σχολικό έτος 2010-2011. Δηλαδή επιπλέον αποσπάσεις από αυτές των 711. Άρα ο ισχυρισμός της πολιτικής ηγεσίας ότι τα κενά θα καλυφθούν από τον περιορισμό των αποσπάσεων σε γραφεία και φορείς ουσιαστικά αναιρείται από τις ίδιες τις πράξεις της.
· Αύξηση του αριθμού μαθητών ανά τμήμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει συνενώσεις ή και καταργήσεις τμημάτων βραχυπρόθεσμα και συγχωνεύσεις σχολείων μακροπρόθεσμα.
· Μείωση της χρηματοδότησης των σχολείων μέσω των Δήμων σχεδόν κατά 50%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι οικονομικοί πόροι των σχολικών μονάδων μόλις που επαρκούν για να καλύψουν τις λειτουργικές δαπάνες τους, π.χ. θέρμανση, ηλεκτρικό ρεύμα, αναλώσιμα κλπ. Τα αποτελέσματα της μη επαρκούς χρηματοδότησης θα γίνουν εμφανέστερα, εφόσον συνεχιστεί η ίδια πολιτική, τα αμέσως επόμενα χρόνια. (Συνέχεια)
Συσχετίζοντας τα κομμάτια που συνθέτουν το παζλ της εκπαιδευτικής πολιτικής που εφαρμόζει η Υπουργός, προκύπτουν πολύ σοβαρά ερωτήματα:
Ø Ποιο είναι το «νέο σχολείο» που ευαγγελίζεται και επαγγέλλεται η Υπουργός Παιδείας: αυτό με το ελλιπές εκπαιδευτικό προσωπικό; Το χωρίς υποδομές; Μάλιστα, η ίδια σε μια δήλωσή της για το ψηφιακό σχολείο έμμεσα ομολόγησε την έλλειψη υποδομών λέγοντας: «Δεν θα περιμένουμε να κάνουμε τη σχολική στέγη τέλεια στην Ελλάδα». Με άλλα λόγια, πώς γίνεται «να χτιστεί» το «νέο σχολείο», όταν υποχρηματοδοτείται και θα υποχρηματοδοτείται;
Ø Το «νέο σχολείο» είναι αυτό που θα εφαρμοστεί πιλοτικά στα 800 σχολεία ανά την Ελλάδα; Αυτό που είναι συγχρηματοδοτούμενο; Και όταν πάψει η συγχρηματοδότηση, τότε τι θα γίνει; Μήπως αυτό που έγινε λίγα χρόνια πριν με το ολοήμερο σχολείο, το οποίο ήταν και αυτό συγχρηματοδοτούμενο, όμως όταν η συγχρηματοδότηση έλαβε τέλος, σταδιακά έλαβε τέλος και η χρηματοδότησή του από την ελληνική πολιτεία;
Ø Το «νέο σχολείο» είναι αυτό που αυξάνει το διδακτικό ωράριο των μαθητών, το οποίο (ωράριο), μάλιστα, περιγράφεται με την ελκυστική φράση-τίτλο: «ενιαίο αναμορφωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα» κι αυτό είναι αρκετό για να αφήνει ο μαθητής την τσάντα στο σχολείο;
Ø Πώς είναι δυνατόν να δηλώνεται το «πρώτα ο μαθητής», όταν λόγω έλλειψης προσωπικού θα έχουμε συγχωνεύσεις τμημάτων αλλά και σχολείων;
Ø Πώς γίνεται το «πρώτα ο μαθητής», όταν και αυτή η μείωση της ύλης σε ορισμένα μόνο μαθήματα, θα καταστεί ουσιαστικά μαθησιακά αναποτελεσματική, γιατί θα έχουμε σταδιακά μεγάλο αριθμό μαθητών ανά τάξη;
Ø Πώς γίνεται το «πρώτα ο μαθητής», όταν δεν εξορθολογίζεται η ύλη και στα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα σε όλες τις τάξεις;
Ø Πώς γίνεται το «η τσάντα στο σχολείο», όταν ουσιαστικά η ύλη για τις τέσσερις πρώτες του δημοτικού αλλά και για τα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα στις Ε΄ και ΣΤ΄ τάξεις παραμένει η ίδια;
Ø Το «ψηφιακό σχολείο» «φτιάχνεται» με δηλώσεις του τύπου: «Το Σεπτέμβριο θα ανακοινώσουμε το «Ψηφιακό Σχολείο». Στόχος είναι φέτος να αλλάξει το κλίμα. Οι γονείς θέλουν να δουν κάτι να αλλάζει στο σχολείο, το παιδί να μπαίνει στην νέα εποχή. Σε όλες τις χώρες το «νέο» είναι το ψηφιακό σχολείο, είναι το ψηφιακό περιεχόμενο, ο νέος τρόπος διδασκαλίας, ο διαδραστικός πίνακας» (Υπουργός Παιδείας σε συνέντευξή της), την παροχή δέκα φορητών ηλεκτρονικών υπολογιστών σε κάθε σχολείο, τη δημιουργία κάποιων εκπαιδευτικών λογισμικών και την πρόσθεση δύο ωρών σε όλες τις τάξεις για τη διδασκαλία των νέων τεχνολογιών; Νομίζω πως όχι κατ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί είναι αποσπασματικός. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές εισάγονται στα σχολεία για μία ψηφιακά υποστηριζόμενη διδασκαλία, τότε θα έπρεπε κάθε αίθουσα να είναι εξοπλισμένη με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, για να μπορεί ο δάσκαλος να τους χρησιμοποιεί όποτε αυτό είναι απαραίτητο. Τι κάνει το υπουργείο; Στέλνει στα 800 σχολεία μόνο δέκα υπολογιστές, οι οποίοι προφανώς θα τοποθετηθούν σε κάποια αίθουσα. Αυτό θα κάνει και την επόμενη χρονιά, όταν θα γενικευτεί η χρήση τους; Θα δώσει δέκα υπολογιστές; Έχουν τα σχολεία τις κατάλληλες αίθουσες; Η εμπειρία μαρτυρεί ότι οι υπολογιστές τοποθετούνται συνήθως σε αίθουσες μικρές και μη λειτουργικές, όπου δεν μπορεί να γίνει ένα στοιχειωδώς κατάλληλο μάθημα. Ή μήπως θα φροντίσει να γίνουν οι απαραίτητες υποδομές για να μπορούν οι υπολογιστές να βρίσκονται σε κάθε αίθουσα; Η οικονομική πολιτική που ασκείται νομίζω ότι δεν θα επιτρέψει κάτι τέτοιο. Επίσης θα χρηματοδοτεί τα σχολεία, ώστε να μπορούν να επισκευάζουν τις όποιες βλάβες που συχνά παθαίνουν οι υπολογιστές ή να εφοδιάζονται με τα απαραίτητα λογισμικά ή θα προσλάβει ειδικό τεχνικό προσωπικό, το οποίο θα είναι στην υπηρεσία της κάθε εκπαιδευτικής περιφέρειας, για να μπορεί να επισκευάζει τις βλάβες και να επιλύει προβλήματα τεχνικής φύσης; Αν κρίνουμε από την μέχρι τώρα πολιτική για τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό που διαθέτουν ήδη τα σχολεία το υπουργείο δε διαθέτει ούτε ένα ευρώ τόσο για τη συντήρησή του όσο και για την αντικατάστασή του.
Ø Πώς γίνεται να «φτιαχτεί» το «ψηφιακό σχολείο» με την πρόσθεση δύο ωρών για τη διδασκαλία των νέων τεχνολογιών, όταν επικρατεί η κατάσταση που περιγράψαμε προηγουμένως;
Ø Όσο για τα εκπαιδευτικά λογισμικά αυτά απέχουν παρασάγγας από το να κάνουν το μάθημα ελκυστικό και τη μαθησιακή διαδικασία αποτελεσματικότερη. Αποτελούν, συνήθως, μεταφορά της ύλης από το βιβλίο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Βέβαια, κι αυτό συνιστά καινοτομία που διαφοροποιεί τη διδακτική διαδικασία, αλλά επί της ουσίας δε βελτιώνει τη μαθησιακή διαδικασία, γιατί απλά ο μαθητής κάνει αυτό που έκανε στο βιβλίο αλλά αυτή τη φορά σε εικονικό περιβάλλον. Η μαθησιακή διαδικασία γίνεται αποτελεσματικότερη, όταν σ’ αυτήν οι μαθητές εμπλέκονται ενεργά και γίνονται παραγωγοί και όχι παθητικοί δέκτες, δηλαδή καταναλωτές. Οι άνθρωποι μαθαίνουμε όχι απλά κάνοντας δεδομένα-γνώριμα πράγματα αλλά πράττοντας ως μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας που μοιράζεται κοινούς στόχους και κοινούς τρόπους πραγματοποίησής τους (κοινές πρακτικές). Κάτι που κάνουν τα βιντεοπαιχνίδια του εμπορίου, στα οποία οι κατασκευαστές τους συνειδητά ή ασυνείδητα υιοθετούν τους κανόνες της αποτελεσματικής μάθησης, γεγονός που πρόσεξαν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι του εξωτερικού, τα μελέτησαν και ήδη δημιουργούν τα λεγόμενα επιστημικά παιχνίδια-λογισμικά (epistemic games), τα οποία εφαρμόζουν στη διδακτική διαδικασία με ενθαρρυντικά αποτελέσματα (Shaffer, W. D., Squire, K., Halverson, R. & Gee, P. J. 2004. Video games and the future of learning. University of Wisconsin-Madison). Κάτι τέτοιο σαφώς δεν έγινε ούτε γίνεται στην Ελλάδα.
Τους παραπάνω προβληματισμούς, που προέκυψαν από την κριτική ανάλυση της εκπαιδευτικής πολιτικής του Υπουργείου Παιδείας για την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, μπορεί κάποιος να τους χαρακτηρίσει ως «γκρίνια» του γράφοντος με την έννοια ότι πριν ακόμα εφαρμοστούν οι διακηρύξεις του υπουργείου ασκείται μία ακόμα κριτική, που δε βλέπει τίποτα καλό σ’ αυτήν την προσπάθεια παρά μόνον αρνητικά. Βεβαίως και κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια που αποβλέπει στη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης είναι πάντοτε καλοδεχούμενη, άλλωστε αυτό είναι και το ζητούμενο. Όμως μια προσπάθεια μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης, όπως και κάθε μεταρρύθμισης, κρίνεται από το σύνολο της ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής. Και όσα παραπάνω παρατέθηκαν είναι το σύνολο της ασκούμενης μέχρι τώρα εκπαιδευτικής πολιτικής. (Συνέχεια)
Η αποτελεσματικότητα ενός μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος κρίνεται όχι μόνο από την εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική αλλά και από όσα δεν περιλαμβάνονται στη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Η Εκπαίδευση ως η συνειδητή καλλιέργεια της μάθησης κατά τρόπο συστηματικό και ρητό εμπεριέχει μέσα της το Αναλυτικό Πρόγραμμα (αφορά το περιεχόμενο της μάθησης, τα μέσα-πηγές που θα χρησιμοποιηθούν και τη διδακτική διαδικασία) και την Παιδαγωγική (αφορά τη διαδικασία προς τη γνώση) (Kalantzis, M. & Cope, B. 2004. Designs for learning. E-learning, Volume 1, Number 1). Για να μπορεί κάθε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση να στεφθεί από επιτυχία χρειάζεται να στηρίζεται σε στέρεες βάσεις, οι οποίες για να θεμελιωθούν απαιτείται εκτός των όσων επισημάνθηκαν προηγουμένως να ληφθεί υπόψη η Εκπαίδευση στην τριαδική της διάσταση: Εκπαίδευση-Αναλυτικό Πρόγραμμα-Παιδαγωγική. Μεταρρύθμιση, λοιπόν, εκτός των άλλων σημαίνει αλλαγές σε Αναλυτικό Πρόγραμμα, Παιδαγωγικές πρακτικές και επαγωγικά αλλαγές σε Σχολικά Εγχειρίδια και Ωρολόγια Προγράμματα. Στη συνέχεια η νέα αυτή εκπαιδευτική πρόταση μέσα σε ένα κατάλληλο εκπαιδευτικό περιβάλλον (επάρκεια σε εκπαιδευτικό προσωπικό και υλικές υποδομές) να τεθεί σε πιλοτική εφαρμογή, ώστε να εντοπιστούν και να διορθωθούν οι αδυναμίες που θα αναδείξει η διδακτική και μαθησιακή διαδικασία. Τέλος πριν η εφαρμογή της νέας πρότασης γενικευτεί, θα πρέπει οι εκπαιδευτικοί να επιμορφωθούν πάνω στη φιλοσοφία και το περιεχόμενο της νέας αυτής πρότασης. Αν ανατρέξουμε στα δεδομένα της μεταρρυθμιστικής ατζέντας του Υπουργείου θα διαπιστώσουμε ότι αλλαγές σε Αναλυτικό Πρόγραμμα, Παιδαγωγικές πρακτικές και Σχολικά εγχειρίδια δεν εμπεριέχονται. Ανακοινώθηκε, βέβαια, ότι αυτό θα γίνει στα επόμενα χρόνια. Δηλαδή το Υπουργείο πράττει το αδιανόητο: επιχειρεί τη μεταρρύθμιση από την κορυφή της πυραμίδας προς τη βάση και όχι το αντίστροφο. Η κατάληξη: άλλη μια μεταρρύθμιση δυστυχώς οδηγείται εξόφθαλμα στην αποτυχία.
Σε όλα τα παραπάνω να προσθέσουμε και μια άλλη σημαντική, για τους πολιτικούς, παράμετρο, που συμβάλλει στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής πολιτικής: τον «πολιτικό χρόνο» της κυβέρνησης, ο οποίος τρέχει, και μάλιστα αρνητικά την περίοδο αυτή, και αναγκάζει την πολιτική ηγεσία να διακηρύσσει και να πράττει βεβιασμένα, προκειμένου να δείξει ότι παράγει έργο.
Ας απαριθμήσουμε τις θετικές (ή έστω θετικά προσανατολισμένες) και αρνητικές αλλαγές στις οποίες προέβη το Υπουργείο Παιδείας:
Θετικές
1. Περιορισμός της ύλης σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα για τις Ε΄ & ΣΤ΄ τάξεις.
2. Πιλοτική εφαρμογή του ενιαίου αναμορφωμένου προγράμματος σε 800 ολοήμερα σχολεία.
3. Εφοδιασμός των 800 σχολείων με δέκα ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
Αρνητικές
1. Μείωση μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού λόγω συνταξιοδότησης.
2. Μείωση διορισμού μόνιμων εκπαιδευτικών.
3. Κενά σε εκπαιδευτικό προσωπικό.
4. Συνένωση ή κατάργηση τμημάτων και αύξηση αριθμού μαθητών ανά τμήμα.
5. Συγχωνεύσεις σχολείων.
6. Έλλειψη υλικών υποδομών.
7. Έλλειψη ψηφιακών υποδομών.
8. Αύξηση διδακτικού ωραρίου για τους μαθητές όλων των τάξεων, ψηφιακή υποστήριξη της διδασκαλίας χωρίς αλλαγές σε Αναλυτικά Προγράμματα, Παιδαγωγικές πρακτικές, Σχολικά εγχειρίδια, Ωρολόγιο Πρόγραμμα.
9. Υποχρηματοδότηση.
Το είδος του συνόλου των αλλαγών, θετικών και αρνητικών, αναδεικνύει την έλλειψη προηγούμενου προγραμματισμού και συγκροτημένου σχεδίου για μεταρρυθμίσεις στο χώρο της Π.Ε. Οι κινήσεις της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας σπασμωδικές, αποσπασματικές· κι αν όχι αλληλοαναιρούμενες τουλάχιστον παρελκυστικές, παραπέμποντας τη διαδικασία της μεταρρύθμισης σ’ ένα άδηλο μέλλον. Και είναι αυτή η πολιτική πρακτική που καθιστά τις εξαγγελίες της Υπουργού δεσμεύσεις και διακηρύξεις, γιατί ουσιαστικά δεν αλλάζει τα πράγματα καθαυτό.
Η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας έχει τη διάθεση και την πρόθεση για μεταρρυθμίσεις. Οι διακηρύξεις περί «νέου σχολείου», «πρώτα ο μαθητής», «η τσάντα στο σχολείο», «το ψηφιακό σχολείο» έχουν θετικό προσανατολισμό. Αλλά να προσπαθείς να φέρεις σε πέρας τις αλλαγές που οραματίζεσαι ακολουθώντας τις ίδιες αδιέξοδες πολιτικές πρακτικές των προκατόχων σου ταιριάζει απόλυτα με τον ορισμό του Αϊνστάιν για την παράνοια: «να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά κι ωστόσο κάθε φορά να περιμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα».
Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου